увеличиваться - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

увеличиваться - translation to Αγγλικά


увеличиваться      

см. тж. нарастать


• The amplitude of this frequency component will be enhanced markedly.


• The difference between the two periods tends to widen.


• The particles must cover greater distances, which means that the period of revolution mounts.


• The supply of water has been augmented in many parts of ...


• Resolution is maximized (антон. minimized) by applying ...


• The proportion of volatiles undergoes (or shows) a rise from lignite to bituminous coal.


• This term rises as the intermolecular distance decreases.


• The importance of the laser will continue to escalate.


• This pressure can build up (or grow, or rise, or increase) to high values. Acceleration is expected to climb to four or more times the present 50 g. Cleaners used in metal finishing are growing in complexity and number.


• The vapour increases in transparency.


• Domestic oil consumption will soar (or rise ) to ...


• The reaction increases (or shows an increase) in velocity.

be on the increase      
увеличиваться
резко увеличиваться      

• The number of hadrons emitted abruptly increased a hundred-fold.


• The pressure difference increases steeply (or sharply, or dramatically).

Ορισμός

увеличиваться
несов.
1) а) Становиться большим по количеству, величине, объему.
б) Становиться сильнее по степени, интенсивности проявления; нарастать, усиливаться.
2) Быть воспроизведенным в больших размерах.
3) Страд. к глаг.: увеличивать.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για увеличиваться
1. Объемы транспортировки будут однозначно увеличиваться.
2. Причем будет увеличиваться доля электротранспорта.
3. Одновременно начинает увеличиваться число новорожденных.
4. - Количество будет увеличиваться, - продолжает Мария.
5. "Будет увеличиваться финансирование технологического обеспечения.
Μετάφραση του &#39увеличиваться&#39 σε Αγγλικά